μυκτῆρες

μυκτῆρες
μυκτήρ
nostril
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • AMYCTERES — apud Strabonem, gens Indiae monstrosa, Α᾿μυκτῆρες Graecis, h. e. enares. Salmas. in Solin. p. 1006 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NASUS — an a nare, an a Graeco νασμὸς, propter fluorem muci: an utrumque a nando, quod per ea innatet et enatet spiritus; pars animalis, in hominetantum eminens, de qua videaliquid supra in voce Nares. Hinc pro Iudicio, sue ἐυκρισίᾳ. Sagacitatis enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επτάμυξος — ἑπτάμυξος, ον (AM) (για λυχνία) με επτά μυκτήρες, με επτά θήκες για την τοποθέτηση λαδιού και φιτιλιών …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρόθεν — (Α) επίρρ. από τους μυκτήρες, από τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρόκομπος — μυκτηρόκομπος, ον (ΑΜ) αυτός που παράγει θόρυβο με τους μυκτήρες, με τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. μελί κομπος)] …   Dictionary of Greek

  • μυξωτήρ — μυξωτήρ, ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, ῆρος) συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες οι μυκτήρες, τα ρουθούνια μσν. η μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. *μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα… …   Dictionary of Greek

  • οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή …   Dictionary of Greek

  • ρώθυνες — Α (πιθ. αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μυκτῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αιολ. τ. τού ῥώθωνες (βλ. λ. ρώθωνας)] …   Dictionary of Greek

  • στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”